Μια από τις σημαντικές προσωπικότητες του Πόντου θεωρείται ο φιλόσοφος, Διογένης, ο οποίος ήταν γνωστός και ως ο Διογένης Σινωπεύς, λόγο της καταγωγής του (γεννήθηκε στη Σινώπη, περίπου το 412 π.Χ ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.). Κατά πολλούς θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας, εξού και το προσωνύμιο «Κυνικός», που του είχε αποδοθεί.
Η κυνική φιλοσοφία πήρε το όνομά της από τον κύων (σκύλος), ο οποίος ήταν και το έμβημά τους. Σαν κύρια ιδέα τους ήταν η αμφισβήτηση των πάντων. Απέρριπταν κάθε εξουσία και επιζητούσαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου. Το μότο τους ήταν «Εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους, διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς, αλλά τους φίλους για να τους διορθώσουμε».
Περί το 370 π.Χ. ο Διογένης εγκαταστάθηκε, ως πολιτικός εξόριστος, στην Αθήνα. Φημολογούνται δυο λόγοι για την εξορία του. Ο πρώτος αναφέρει ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν επειδή παραχάραξε το τοπικό τους νόμισμα, ενώ η δεύτερη εκδοχή υποστηρίζει ότι ακολούθησε τον πατέρα του, Ικεσία, στην εξορία όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης.
Όντας λοιπόν, πλέον στην Αθήνα, έτυχε να παρακολουθήσει μια διάλεξη του Αντισθένη, ο οποίος υποστήριζε την ιδεολογία της κυνικής φιλοσοφίας. Μετά το τέλος της ομιλίας του, εντυπωσιασμένος, τον πλησίασε και του εξέφρασε την επιθυμία του να γίνει μαθητής του. Αρχικά ο Αντισθένης αρνήθηκε, γιατί ο Σινωπεύς του παρουσιάστηκε καλοντυμένος και του συστήθηκε ως τραπεζίτης. Η εικόνα του αυτή ήταν αντίθετη με την ιδεολόγια των κυνικών. Παρά τις προσπάθειες του Διογένη, ο Αντισθένης δεν τον δεχόταν για μαθητή του. Μόλις, όμως, ο Αντισθένης είδε τον Διογένη ντυμένο με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας , αποφάσισε να τον δεχθεί.
Πολύ γρήγορα ο Διογένης εξάπλωσε την φήμη του στις τάξεις των κυνικών, με αποτέλεσμα να ξεπεράσει ακόμη και το δάσκαλό του. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον θεωρούσαν πρότυπο και πατέρα της κυνικής φιλοσοφίας, ωστόσο ο ίδιος δεν ασπαζόταν πλήρως αυτό τον χαρακτηρισμό, καθώς αναγνώριζε την προσφορά του Αντισθένη.
Ο Αντισθένης στις διδασκαλίες του έλεγε πως δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία και γάμος. Στα ίδια βήματα κινήθηκε και ο Διογένης, ο οποίος με τις πράξεις του γελιοποίησε και εξευτέλισε τις κοινωνικές συμβάσεις, θίγοντας, κατά κύριο λόγο, κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν επαναστατική και είχε σκοπό, μέσα από επιχειρήματα, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία, που θεωρούσε πως είχε διαφθαρεί. Αυτό θα γινόταν, σύμφωνα με τον ίδιο, αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση, καθώς θεωρούσε πως η ευτυχία βρισκόταν εκεί. Είχε την πεποίθηση πως ο άνθρωπος ήταν σχεδιασμένος από τη φύση του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έχει ανάγκη περιττά πράγματα. Οι ανάγκες και οι επιθυμίες που του δημιουργούνταν, τις δημιουργούσε μόνος του και μάλιστα των υποδούλωναν. Κήρρυτε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, την αυτάρκεια, την αυτογνωσία και την άσκηση. Πίστευε πως μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών μπορεί να οδηγήσει στην ευτυχία τον άνθρωπο και θεωρούσε πως καμιά σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, από τη στιγμή που είναι δημιούργημα της φύσης.
Ο Διογένης και κατ΄επέκταση όλοι οι κυνικοί, δεν θεωρούν πως οι νόμοι είχαν κάποια αξία, καθώς είναι δημιούργημα του ανθρώπουν και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν κύρος. Γι’ αυτό το λόγο κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει τις πράξεις κανενός, όπως και καμιά εξουσία δεν μπορεί να ασκεί δύναμη σε κανέναν.
Ο ίδιος τρεφόταν από προσφορές φίλων και φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι τα ίδια ρούχα. Το χειμώνα φορούσε επιπλέον ένα μανδύα, τον οποίο δανειζόταν από κάποιο φίλο. Επίσης, κοιμόταν σε σπηλιές. Κουβαλούσε ένα σακίδιο, στο οποίο είχε μέσα λίγα τρόφιμα και τσάι. Με αυτό το τρόπο ήθελε να δείξει πως το σπίτι και οι υπερβολικές ανέσεις ήταν κάτι το περιττό.
Η πώλησή του ο σκλάβος και η γνωριμία του με τον Ξενιάδη
Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του προς την Αίγινα, πιάστηκε από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη με σκοπό να πουληθεί ως σκλάβος. Η προσωπικότητα, όμως, και το πνεύμα του εντυπωσίασαν τον Ξενιάδη, ο οποίος και τον αγόρασε. Έτσι, τον πήρε μαζί του στην Κόρινθο. Ο Διογένης κέρδισε από την αρχή την εμπιστοσύνη του, με αποτέλεσμα, εκτός από το νοικοκυριό, να αναλάβει και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών του. Ο Διογένης φέρεται να είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούς, γιατί αν ο γιατρός ή ο καπετάνιος βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν και πάλι». Ο Ξενιάδης έλεγε στους γνωστούς του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου», δείχνοντας με αυτό το τρόπο την ικανοποίησή του για τις ικανότητες του Διογένη.
Ο Διογένης, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είχε αναλάβει, μεταξύ άλλων, και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών του Ξενιάδη. Τους έβαζε να αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από δικά του κείμενα. Επίσης, τους δίδασκε να αυτοεξηπυπηρετούνται, να τρώνε λίγο, να κόβουν κοντά τα μαλλιά τους, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα το χειμώνα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί και χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους. Επιπλεόν, του έμαθε σκοποβολή, ιππασία, σφαιροβολία και ακοντισμό. Όταν έφτασε η ώρα για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη εκπαίδευση, παρά μόνο όση ήταν αρκετή για να έχουν καλή φυσική κατάσταση. Τα παιδιά τον αγαπούσαν και τον σέβονταν πολύ.
Μετά από χρόνια, όταν οι γιοι του Ξενιάδη μεγάλωσαν και δεν τον είχαν πια ανάγκη, αφέθηκε ελεύθερος και ξεκίνησε να ζει και πάλι όπως πριν, δηλαδή ελεύθερος στη φύση. Πολλοί τον κορόιδευαν επειδή επέλεξε να ζει σε πιθάρι, εκείνος, όμως, γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν, λόγο πάχους, στο πιθάρι. Την απόφασή του αυτή (να ζει, δηλαδή, σε πιθάρι) την δικαιολογούσε λέγοντας πως: «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι, γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό».
Η φημολογία που υπάρχει σχετικά με τη γνωριμία του με τον Μέγα Αλέξανδρο
Υπάρχουν αρκετά αποφθέγματα και λεπτομέρειες για τη ζωή του κυνικού φιλοσόφου, που ωστόσο δεν γνωρίζουμε αν όλα είναι αλήθεια ή επινοήματα των μεταγενέστερων θαυμαστών του. Ενδεικτικά θα αναφερθούμε στη γνωριμία του με τον Μέγα Αλέξανδρο. Λέγεται, λοιπόν, πως όταν ο Διογένης βρισκόταν στην Κόρινθο, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην περιοχή, εξέφρασε την επιθυμία να τον γνωρίσει. Έτσι, έστειλε έναν υπασπιστή του να πάει και να του εκφράσει την επιθυμία του να τον δει από κοντά. Ο υπασπιστής, υπακούοντάς τον, πάει στον Διογένη και του λέει, «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει», με τον Διογένη να απαντά. «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Έτσι κι έγινε. Ο Μέγας Αλέξανδρος πήγε να τον δει. Μόλις τον αντίκρισε του είπε, «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος», με τον Διογένη να του απαντά, «Κι εγώ είμαι ο Διογένης ο Κύων». Έκπληκτος ο Μ. Αλέξανδρος του λέει, «Δεν με φοβάσαι;», με τον Διογένη να του αντιγυρίζει, «Και τί είσαι, καλό ή κακό;» Η απάντηση αυτή φέρνει σε δύσκολη θέση τον Στρατηλάτη, καθώς ένας βασιλιάς δεν μπορεί να πει ότι είναι κάτι κακό, και εάν είναι κάτι καλό, γιατί να τον φοβάται κάποιος. Έτσι, χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση, θέτει άλλη. Συγκεκριμένα τον ρωτά, «Τι χάρη θέλεις από εμένα;», με τον φιλόσοφο να απαντά, «Αποσκότησων με», οπού μεταφράζεται ως «Βγάλε με από το σκότος», αλλά επίσης μπορεί να ερμηνευτεί και ως «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο». Μετά από αυτή την απάντηση, ο Μέγας Αλέξανδρος είπε τη φράση, «Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι ο Διογένης», δείχνοντας, με αυτό το τρόπο, τον σεβασμό του προς τον φιλόσοφο.
Κάποια στιγμή, μετά την πρώτη γνωριμία τους, ο Μ. Αλέξανδρος, έχοντας σκοπό να πειράξει τον Διογένη, ο οποίος έλεγε ότι είναι Κύων (σκύλος), του έστειλε ως δώρο κόκαλα. Όταν, μετά από αυτή την κίνηση, τον συνάντησε, τον ρώτησε αν του άρεσε το δώρο του, με τον φιλόσοφο να απάντα, «Το έδεσμα ήταν άξιο των κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα», με τον Στρατηλάτη να έρχεται σε δύσκολη θέση.
Ο Διογένης έζησε μια πλήρη ζωή, καθώς γεύτηκε τα πάντα. Εξορίστηκε από την πατρίδα του, αιχμαλωτίστηκε, πουλήθηκε ως σκλάβος, μετά έζησε και πάλι ελεύθερος, ήταν τραπεζίτης και στη συνέχεια έζησε ως ζητιάνος. Έμεινε πιστός μέχρι το τέλος στις ιδέες του και στις πεποιθήσεις του, παρόλο που ήταν πολλοί εκείνοι που τον κορόιδευαν για το τρόπο ζωής του.
Υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο που ο κυνικός φιλόσοφος έφυγε από τη ζωή. Θεωρείται ότι πέθανε, σε μεγάλη ηλικία, το 323 π. Χ., στην Κόρινθο και σύμφωνα με μια αντίληψη πέθανε την ίδια μέρα με τον Μ. Αλέξανδρο. Οι Κορίνθιοι, οι οποίοι τον εκτιμούσαν πολύ, του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία. Στον τάφο του έστησαν ένα μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο τοποθέτησαν έναν σκύλο. Κόντα στον κίονα, οι συμπατριώτες του από τη Σινώπη τοποθέτησαν, ως φόρο τιμής, ορειχάλκινα αγάλματα, στα οποία υπήρχε χαραγμένη η εξής επιγραφή, «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει, αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωή». Λέγεται ότι θάφτηκε από τους γιούς του Ξενιάδη.