Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Πόντου. Αγωνίστηκε με σθένος για τις απόψεις και τις ιδέες του, χωρίς να φοβηθεί το θάνατο. Ο λόγος για τον Νίκο Καπετανίδη, έναν ατρόμητο δημοσιογράφο, που την περίοδο των μεγάλων αναταραχών στον Πόντο δεν φοβήθηκε, αντιθέτως εξέφραζε αβίαστα τις απόψεις του, παρ’ όλο που γνώριζε πως αυτή η συμπεριφορά του θα τον οδηγούσε στο θάνατο.
Ο Νίκος Καπετανίδης γεννήθηκε στην Ριζούντα της Τραπεζούντας το 1889. Σπούδασε σε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Πόντου, στο περίφημο Φροντηστήριο της Τραπεζούντας, από το οποίο αποφοίτησε το 1905. Αρχικά εργάστηκε στην τράπεζα των αδερφών Φωστηρόπουλων, ενώ ταυτόχρονα ασχολούνταν και με τη μεγάλη του αγάπη, τη δημοσιογραφία, όπου μάλιστα, πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε πολύ ενεργό μέλος του τοπικού τύπου.
Την περίοδο 1910-1911συνεργάστηκε με τον Φίλωνα Κτενίδη, ο οποίος εξέδιδε το δεκαπενθήμερο περιοδικό Επιθεώρηση, το οποίο κυκλοφόρησε συνολικά 24 τεύχη, με τα 6 τελευταία υπό τη διεύθυνση του Νίκου Καπετανίδη, λόγο αποχώρησης του Κτενίδη για σπουδές. Στη συνέχεια δημοσίευσε κείμενά του και στην εφημερίδα Ο Φάρος της Ανατολής και στην Ηχώ του Πόντου. Το 1917 προχώρησε στην έκδοση της εφημερίδας Σάλπιγξ, η οποία κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής.
Όταν υποχώρησε, λοιπόν, η Ρωσία και επέστρεψαν οι Τούρκοι, τον Οκτώβριου του 1918 δημιουργεί την εφημερίδα Εποχή. Μέσω των άρθρων του στην εφημερίδα δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά και χωρίς φόβο για τις βιαιότητες των Τούρκων κατά των Ελλήνων του Πόντου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο κίνδυνος για την ζωή του να είναι φανερός. Κάτι φυσικά που δεν τον πτόησε, καθώς συνέχιζε να γράφει στο ίδιο μοτίβο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον επισκεφτεί στα γραφεία της εφημερίδας ο Οσμάν Τοπάλ, προκειμένου να του κάνει συστάσεις. Μόλις πληροφορήθηκε ο Νίκος Καπετανίδης πως ο «δήμιος του Πόντου» ήθελε να τον συναντήσει, αντιλαμβανόμενος πως κινδύνευε, είπε στους συνεργάτες του, «Το κεφάλι μου δεν στέκεται καλά στους ώμους μου».
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο σκοπός της επίσκεψης του Οσμάν Τοπάλ ήταν να απειλήσει και να τρομοκρατήσει τον Καπετανίδη, κάτι όμως που δεν το πέτυχε, καθώς ο ατρόμητος δημοσιογράφος δεν πτοήθεικε από τις έμμεσες και άμεσες απειλές του και εξακολουθούσε να γράφει με το ίδιο σθένος.
Αυτή του η –ατρόμητη- στάση είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθή το 1921 και να οδηγηθελι σε δίκη-παρωδία, μαζί και με άλλους που αποτελούσαν την αφρόκρεμα του Ποντιακού Ελληνισμού, στα Ανεξάρτητα Δικαστήρια που είχαν στηθεί στην Αμάσεια. Κατά τη διάρκεια της δίκης, όταν ο δικαστής τον κατηρόρησε πως αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του Πόντου, εκείνος, με θάρρος, σηκώθηκε και του είπε, «Όχι μόνο για την ανεξαρτησία του Πόντου, αλλά και για την ένωσή του με την Ελλάδα». Φυσικά γνώριζε πως κρατώντας αυτή τη στάση, ο θάνατος ήταν βέβαιος.
Οδηγήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο στην αγχόνη, στις 21 Σεπτεμβρίου 1921, όπου πριν αφήσει τη τελευταία του πνοή φώναξε, «Ζήτω η Ελλάς».
Ήταν μόλις 32 ετών κι όμως πρόλαβε με την πένα του να βάλει το δικό του στίγμα στον ποντιακό αγώνα. Πάλεψε μέχρι το τέλος, για τις απόψεις και τις ιδέες του. Ήταν ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά και από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Πόντου.